Ο Τζανέτος έφερε στο νου του μια
παλιά ανάμνηση του από τον αρχαιολογικό μουσείο στην αρχαία Ολυμπία. Μια
ανάμνηση που είχε χαραχθεί σαν μια ανεξίτηλη εικόνα στην μνήμη του. Ήτανε εκεί
που στην απόλυτη ιερότητα και κατάνυξη στην μεγάλη αίθουσα του μουσείου όπου
εκθετότανε στο κέντρο της το επιβλητικό άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη,
διαδραματίστηκε όλη η σκηνή του μεγαλείου του απλοϊκού Έλληνα που σέβεται το
παρελθόν του. Ήτανε η ιστορία ενός απλοϊκού χωριάτη με τα σκασμένα και
μαυρισμένα χέρια από τον καθημερινό μόχθο που είχε πολλά χρόνια πριν οδηγήσει
σε αυτόν τον χώρο την εξαμελή οικογένεια του, αποτελούμενη από τα τέσσερα
παιδιά του, για να μάθουν αλλά και να θαυμάσουν το μεγαλείο της φυλής τους. Μια
πράξη διδαχής που για την εκπλήρωση ενός ονείρου κάθε φτωχού ανθρώπου εκτός από
τα έξοδα του ταξιδιού, έπρεπε να έχει και το αντίστοιχο αντίτιμο της εισόδου σε
αυτούς τους χώρους. Μέσα σε αυτή την κατανυχτική ατμόσφαιρα όπου πλήθος από τις
ομάδες των τουριστών, από όλα τα μέρη του κόσμου, που με την βοήθεια των
ξεναγών τους ενημερώνονταν για το αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η καρικατούρα
αυτού του ανθρώπου φάνταζε τελείως αταίριαστη και παράξενη. Ντυμένος με απλά
ρούχα και φορώντας το παντελόνι της δουλειάς του, που οι τσέπες του φούσκωναν
και ξεχείλιζαν από όλα εκείνα τα αντικείμενα που κουβάλαγε μαζί του από τα
κλειδιά τα τσιγάρα το μαντήλι για τον ιδρώτα αλλά και πολλά σημειώματα όπως
χάρτες και έντυπα που διανεμότανε στην είσοδο του μουσείου δωρεάν για τους
τουρίστες, φώναζε από μακριά ότι δεν ταίριαζε σε αυτό το μέρος η παρουσία του.
Ενώ πλησίαζε και αυτός συγκλίνοντας προς τον χώρο του εκθέματος αυτή την
κατανυχτική ατμόσφαιρα την χάλασε η δυνατή φωνή του που με μια υπερβολική δόση
ενθουσιασμού ακούστηκε σε όλη την αίθουσα να λέει:
«Πω - πω βρε παιδί μου μέχρι και τις λεπτομέρειες στα απόκρυφα του έφτειαξαν σε αυτό το άγαλμα.
Ποιος τεχνίτης άραγε τα έφτειαχνε τότε και με τι μέσα, σαν αληθινά ζωντανός
άνθρωπος μοιάζει αυτό το άγαλμα». Η αναπάντεχη αυτή οχλαγωγία οδήγησε τον
παρακείμενο φύλακα αρχαιοτήτων προς το μέρος του πιθανόν για να κάνει τις
απαραίτητες συστάσεις περί του κανονισμού για την απόλυτη ησυχία αλλά
ταυτόχρονα έδωσε και την ευκαιρία σε πολλούς ξεναγούς να μεταφράσουνε στην γλώσσα
της κάθε ομάδας το τι είχε ακουστεί μέσα στην αίθουσα με τον τόσο παράξενο
τρόπο. Από μόνο του του αυτό το γεγονός ήτανε μια ενδιαφέρουσα στιγμή και όλοι
ήθελαν να γνωρίζουνε τι ακριβώς συνέβαινε. Ποτέ του από τότε ο Τζανέτος δεν
ξέχασε τα γεγονότα που ακολουθήσανε. Αυτός, ο κατά τα άλλα άξεστος και
κακοντυμένος χωριάτης που δεν ταίριαζε το παρουσιαστικό του με τίποτα σε
εκείνον τον χώρο, απευθύνθηκε στο διπλανό του γκρουπ των τουριστών και με
καθαρή φωνή σε άπταιστα γαλλικά εξήγησε τον λόγο για τον οποίο παρασύρθηκε και
στον ενθουσιασμό του είχε ταράξει την ήρεμη ρουτίνα του χώρου. Ο φύλακας
αρχαιοτήτων του μουσείου για μια στιγμή έμεινε με τον βήμα μετέωρο, μην
τολμώντας να πλησιάσει άλλο για την εκτέλεση της αποστολής του μιας και η στάση
των τουριστών έδειχνε ότι παρακολουθούσανε με έναν απέραντο σεβασμό τα λόγια
αυτού του παράξενα παράταιρου ανθρώπου. Εξάλλου δεν γνώριζε καν την γλώσσα για
να κατανοήσει το τι γινότανε. Ξαφνικά ως εκ θαύματος όλη η αίθουσα στράφηκε
προς αυτόν τον χωριάτη μιας και οι ξεναγοί από ότι φάνηκε ζήτησαν από την ξεναγό
του γαλλικού γκρουπ να τους εξηγήσει το τι ακριβώς συνέβαινε. Αυτό που δεν
άργησε να γίνει, ήτανε κατόπιν παρακλήσεως, αυτός ο μεροκαματιάρης χωριάτης στο
κέντρο της αίθουσας με την συνδρομή και του μουσείου στην ελληνική πλέον γλώσσα
να αναπτύξει όλα όσα ήθελε και έπρεπε να γνωρίζει ο καθένας για αυτό το άγαλμα
αλλά και για την πλαστική τέχνη της αρχαιότητας. Οι ξεναγοί ακατάπαυστα
μετάφραζαν στις ομάδες των τουριστών που συνεχώς συνωστιζόντανε στην αίθουσα
φτάνοντας μέχρι το αδιαχώρητο. Τα χειροκροτήματα που ακολουθήσανε στο τέλος της
ενημέρωσης ίσως να ήτανε και τα μοναδικά που οι φύλακες είχανε ακούσει ποτέ
μέσα σε αυτόν τον χώρο και αυτά ήτανε επίσης που οδηγήσαν και τον διευθυντή του
μουσείου να δει τι ήτανε αυτό που απρογραμμάτιστα είχε χαλάσει την ομαλή ροή
της λειτουργίας των ξεναγήσεων. Μετά από τόσα χρόνια που είχανε περάσει, πάντα
ο Τζανέτος θα έφερνε αυτή την σκηνή στην μνήμη του μια και για αυτόν ήτανε ένα
μάθημα το τι μπορεί να κάνει η θέληση του κάθε ανθρώπου. Το ροζιασμένο χέρι
αυτού του ανθρώπου, ακόμα το αισθανότανε στην παλάμη του όπως τότε που τον
κρατούσε μέσα σε αυτήν την αίθουσα του μουσείου.
(Στην μνήμη του πατρός μου από το βιβλίο μου Άδηλος τάφος)